- μάμματα
- μάμματα, τά,A = βρώματα, Sch.Pl.Alc.1.118e; cf. μάματα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάμματα — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάματα — και μάμματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάματα ποιήματα, βρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ. μακεδον.) τής λ. μάγματα* (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν* «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)] … Dictionary of Greek